lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακαταστασία στα πορτογαλικά

Λέξη:
ακαταστασία (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
caos, confusa, confusão, desajuste, desordem, desordeno, desorganizais, enredo, movimento, transtorno, tumulto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ακαταστασία, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία στα πορτογαλικά, caos στα ελληνικά
ακαταστασία στα πορτογαλικά