lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακαταστασία στα δανική

Λέξη:
ακαταστασία (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
forfjamskelse, forstyrrelse, forvirring, kaos, larm, mas, rot, rør, sammenblanding, surre, søl, ulage, uorden, uro, virvar
Σχετικές λέξεις:
δανική ακαταστασία, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία στα δανική, forfjamskelse στα ελληνικά
ακαταστασία στα δανική