lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακαταστασία στα τσεχική

Λέξη:
ακαταστασία (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
binec, bouře, hluk, nepořádek, porucha, rozruch, rušení, shon, vyrušení, výtržnost, zaměňování, zmatek, záměna
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ακαταστασία, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία στα τσεχική, binec στα ελληνικά
ακαταστασία στα τσεχική