lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακαταστασία στα ιταλικά

Λέξη:
ακαταστασία (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
baraonda, caos, casino, confusione, disordine, garbuglio, mischia, pasticcio, perturbazione, scompiglio, soqquadro, trambusto, tumulto, viluppo
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ακαταστασία, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία αγγλικά, ακαταστασία στα ιταλικά, baraonda στα ελληνικά
ακαταστασία στα ιταλικά