lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
βελτιώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
aperfeiçoar, melhorar, consertar, corrigir, emendar, pejorar, rectificar, reparar, bonificar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βελτιώνομαι, βελτιώνομαι συνώνυμα, βελτιώνομαι αντιθετο, βελτιώνομαι στα πορτογαλικά, aperfeiçoar στα ελληνικά
βελτιώνομαι στα πορτογαλικά