lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνομαι στα γερμανικά

Λέξη:
βελτιώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
verbessern, vervollkommnen, berichtigen, bessern, korrigieren, reparieren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βελτιώνομαι, βελτιώνομαι συνώνυμα, βελτιώνομαι αντιθετο, βελτιώνομαι στα γερμανικά, verbessern στα ελληνικά
βελτιώνομαι στα γερμανικά