lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνομαι στα ιταλικά

Λέξη:
βελτιώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
accomodare, aggiustare, assettare, correggere, emendare, migliorare, perfezionare, raffinare, rettificare, riparare, ritoccare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βελτιώνομαι, βελτιώνομαι συνώνυμα, βελτιώνομαι αντιθετο, βελτιώνομαι στα ιταλικά, accomodare στα ελληνικά
βελτιώνομαι στα ιταλικά