lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνομαι στα τσεχική

Λέξη:
βελτιώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
doplnit, korigovat, kárat, nahradit, napravit, narovnat, opravit, opravovat, pokárat, potrestat, pozměnit, spravit, spravovat, trestat, upravit, usměrňovat, vylepšit, vyspravit, zašít, zdokonalit, zdokonalovat, zlepšit, zlepšovat, zušlechtit, zušlechťovat, zúrodnit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βελτιώνομαι, βελτιώνομαι συνώνυμα, βελτιώνομαι αντιθετο, βελτιώνομαι στα τσεχική, doplnit στα ελληνικά
βελτιώνομαι στα τσεχική