lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
βελτιώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
більша, викорінювати, викоріняти, коректувати, краща, краще, кращий, ліпший, меліорувати, перетворення, покращтеся, покращувати, поліпшення, поліпшити, поліпшитися, поліпшувати, поліпшуватися, поліпшіть, поправити, поправляти, піднести, підносити, підніміть, реформа, реформувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βελτιώνομαι, βελτιώνομαι συνώνυμα, βελτιώνομαι αντιθετο, βελτιώνομαι στα ουκρανικά, більша στα ελληνικά
βελτιώνομαι στα ουκρανικά