lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κερδίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
κερδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
auferir, ganhar, lucrar, obter, merecer, valer, adquirir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κερδίζω, κερδίζω χρόνο στα αγγλικά, κερδίζω χρόνο μετάφραση, κερδίζω χρόνο, κερδίζω χρήματα, κερδίζω τισ εντυπώσεισ, κερδίζω στα πορτογαλικά, auferir στα ελληνικά
κερδίζω στα πορτογαλικά