lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κερδίζω στα δανική

Λέξη:
κερδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
få, fortjene, opnå, vinde, tjene, henna
Σχετικές λέξεις:
δανική κερδίζω, κερδίζω χρόνο στα αγγλικά, κερδίζω χρόνο μετάφραση, κερδίζω χρόνο, κερδίζω χρήματα, κερδίζω τισ εντυπώσεισ, κερδίζω στα δανική, få στα ελληνικά
κερδίζω στα δανική