lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κερδίζω στα πολωνική

Λέξη:
κερδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
wygrywać, zarabiać, zasługiwać, zasłużyć, zyskać, zyskiwać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κερδίζω, κερδίζω χρόνο στα αγγλικά, κερδίζω χρόνο μετάφραση, κερδίζω χρόνο, κερδίζω χρήματα, κερδίζω τισ εντυπώσεισ, κερδίζω στα πολωνική, wygrywać στα ελληνικά
κερδίζω στα πολωνική