lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κερδίζω στα τσεχική

Λέξη:
κερδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (11):
dosahovat, dostat, dosáhnout, nabýt, vydělávat, vyhrát, vítězit, zasluhovat, zvítězit, získat, získávat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κερδίζω, κερδίζω χρόνο στα αγγλικά, κερδίζω χρόνο μετάφραση, κερδίζω χρόνο, κερδίζω χρήματα, κερδίζω τισ εντυπώσεισ, κερδίζω στα τσεχική, dosahovat στα ελληνικά
κερδίζω στα τσεχική