lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κερδίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
κερδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
заробити, заробляти, заробіть, заслуговувати, заслужити, кваліфікувати, кваліфікуйте, навчати, навчатися, навчити, навчитися
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κερδίζω, κερδίζω χρόνο στα αγγλικά, κερδίζω χρόνο μετάφραση, κερδίζω χρόνο, κερδίζω χρήματα, κερδίζω τισ εντυπώσεισ, κερδίζω στα ουκρανικά, заробити στα ελληνικά
κερδίζω στα ουκρανικά