lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφοδιάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εφοδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
abastecer, aparelhar, aprestar, aprovisionar, dar, entregar, ministrar, proporcionar, prover, provier, suprir, surtir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εφοδιάζω, εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω στα πορτογαλικά, abastecer στα ελληνικά
εφοδιάζω στα πορτογαλικά