lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπισκότο στα πορτογαλικά

Λέξη:
μπισκότο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
biscoito, bolo, pastel
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μπισκότο, μπισκότο χαλάνδρι, μπισκότο θερμίδες, μπισκότο ηράκλειο, μπισκότο γιαουρτιού, μπισκότο γεμιστό θερμίδες, μπισκότο στα πορτογαλικά, biscoito στα ελληνικά
μπισκότο στα πορτογαλικά