lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπισκότο στα φινλανδικά

Λέξη:
μπισκότο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
keksi, kakku, leivos
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά μπισκότο, μπισκότο χαλάνδρι, μπισκότο θερμίδες, μπισκότο ηράκλειο, μπισκότο γιαουρτιού, μπισκότο γεμιστό θερμίδες, μπισκότο στα φινλανδικά, keksi στα ελληνικά
μπισκότο στα φινλανδικά