lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπισκότο στα λευκορωσίας

Λέξη:
μπισκότο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
пірожнае, печыва, пячэнне, сухар
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας μπισκότο, μπισκότο χαλάνδρι, μπισκότο θερμίδες, μπισκότο ηράκλειο, μπισκότο γιαουρτιού, μπισκότο γεμιστό θερμίδες, μπισκότο στα λευκορωσίας, пірожнае στα ελληνικά
μπισκότο στα λευκορωσίας