lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπισκότο στα ουκρανικά

Λέξη:
μπισκότο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
кекс, тістечко, торт, печенні, печення, печиво, сахари, сухар
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μπισκότο, μπισκότο χαλάνδρι, μπισκότο θερμίδες, μπισκότο ηράκλειο, μπισκότο γιαουρτιού, μπισκότο γεμιστό θερμίδες, μπισκότο στα ουκρανικά, кекс στα ελληνικά
μπισκότο στα ουκρανικά