lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπισκότο στα ουγγρική

Λέξη:
μπισκότο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (10):
húspogácsa, keksz, kétszersült, piskóta, sült, sütemény, teasütemény, torta, tészta, zablepény
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μπισκότο, μπισκότο χαλάνδρι, μπισκότο θερμίδες, μπισκότο ηράκλειο, μπισκότο γιαουρτιού, μπισκότο γεμιστό θερμίδες, μπισκότο στα ουγγρική, húspogácsa στα ελληνικά
μπισκότο στα ουγγρική