lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπισκότο στα δανική

Λέξη:
μπισκότο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
biskuit, kiks, dope, kage, kalke, kavring
Σχετικές λέξεις:
δανική μπισκότο, μπισκότο χαλάνδρι, μπισκότο θερμίδες, μπισκότο ηράκλειο, μπισκότο γιαουρτιού, μπισκότο γεμιστό θερμίδες, μπισκότο στα δανική, biskuit στα ελληνικά
μπισκότο στα δανική