lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράρτημα στα πορτογαλικά

Λέξη:
παράρτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
acessório, acréscimo, adiciona, adição, agregado, anexo, apêndice, aumento, complemento, emenda, subsidio, suplemento
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά παράρτημα, παράρτημα καστοριάς, παράρτημα ελλάδας του ιδρύματος ρόζα λούξεμπουργκ, παράρτημα διπλώματος, παράρτημα ασφαλείας αθηνών, παράρτημα ανακοινώσεων συμβάσεων μίσθωσης έργου (σμε), παράρτημα στα πορτογαλικά, acessório στα ελληνικά
παράρτημα στα πορτογαλικά