lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράρτημα στα ουγγρική

Λέξη:
παράρτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (13):
adalék, féregnyúlvány, függelék, hajtás, hozzávaló, kiegészítés, melléklet, pótkötet, pótlék, ráadás, tartozékos, vakbél, összeadás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική παράρτημα, παράρτημα καστοριάς, παράρτημα ελλάδας του ιδρύματος ρόζα λούξεμπουργκ, παράρτημα διπλώματος, παράρτημα ασφαλείας αθηνών, παράρτημα ανακοινώσεων συμβάσεων μίσθωσης έργου (σμε), παράρτημα στα ουγγρική, adalék στα ελληνικά
παράρτημα στα ουγγρική