lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράρτημα στα ουκρανικά

Λέξη:
παράρτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (29):
анексувати, вершник, висновок, відросток, добавка, добавлення, додавання, додання, додаток, доповнення, замикання, збільшення, паросток, помічник, поправка, поширення, придаток, прикладення, приналежність, приріст, приєднати, приєднувати, підсилення, підсилювання, розгалуження, розширення, стимул, супровід, шпора
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά παράρτημα, παράρτημα καστοριάς, παράρτημα ελλάδας του ιδρύματος ρόζα λούξεμπουργκ, παράρτημα διπλώματος, παράρτημα ασφαλείας αθηνών, παράρτημα ανακοινώσεων συμβάσεων μίσθωσης έργου (σμε), παράρτημα στα ουκρανικά, анексувати στα ελληνικά
παράρτημα στα ουκρανικά