lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκαλίζω στα τσεχική

Λέξη:
σκαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
krájet, masakrovat, nakrájet, ostříhat, pobít, porcovat, rozkrájet, seříznout, stříhat, tříbit, vybít, vynechat, vytesat, vytesávat, vyvraždit, vyřezat, vyřezávat, vyříznout, zmasakrovat, řezat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική σκαλίζω, σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω στα τσεχική, krájet στα ελληνικά
σκαλίζω στα τσεχική