lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκαλίζω στα γερμανικά

Λέξη:
σκαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
hauen, schnitzen, ausschneiden, herausschneiden, schneiden, meißeln, massakrieren, niedermetzeln
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά σκαλίζω, σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω στα γερμανικά, hauen στα ελληνικά
σκαλίζω στα γερμανικά