lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκαλίζω στα ισπανικά

Λέξη:
σκαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (11):
cincelar, cortar, desmontar, entallar, esculpir, modelar, recortar, relevar, repujar, tallar, trinchar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά σκαλίζω, σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω στα ισπανικά, cincelar στα ελληνικά
σκαλίζω στα ισπανικά