lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκαλίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
σκαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (4):
kaivertaa, leikata, pienentää, hakata
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά σκαλίζω, σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω στα φινλανδικά, kaivertaa στα ελληνικά
σκαλίζω στα φινλανδικά