lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτίζω στα τσεχική

Λέξη:
φορτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (22):
nabíjet, nabít, nakládat, naložit, naplnit, nastoupit, obtížit, obvinit, obžalovat, pověřit, přistát, přistávat, přitížit, vinit, vylodit, vystoupit, vystupovat, zahrnout, zatížit, zaútočit, zhoršit, ztížit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική φορτίζω, φορτίζω στα τσεχική, nabíjet στα ελληνικά
φορτίζω στα τσεχική