lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτίζω στα ιταλικά

Λέξη:
φορτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
addebitare, aggravare, appesantire, approdare, atterrare, caricare, gravare, imputare, incaricare, peggiorare, sbarcare, tacciare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά φορτίζω, φορτίζω στα ιταλικά, addebitare στα ελληνικά
φορτίζω στα ιταλικά