lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτίζω στα γαλλικά

Λέξη:
φορτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (11):
accabler, accoster, accuser, aggraver, alourdir, atterrir, charger, débarquer, embarquer, grever, terrir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά φορτίζω, φορτίζω στα γαλλικά, accabler στα ελληνικά
φορτίζω στα γαλλικά