lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτίζω στα γερμανικά

Λέξη:
φορτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
landen, aufladen, beladen, belasten, beschuldigen, beschweren, laden, verschlimmern, geladen, verladen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά φορτίζω, φορτίζω στα γερμανικά, landen στα ελληνικά
φορτίζω στα γερμανικά