lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτίζω στα ρωσικά

Λέξη:
φορτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
приземлять, заряжать, нагружать, обременять, отягощать, загрузить, зарядить, погрузить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά φορτίζω, φορτίζω στα ρωσικά, приземлять στα ελληνικά
φορτίζω στα ρωσικά