lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσκευή στα γερμανικά

Λέξη:
συσκευή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (20):
abkommen, anlage, anordnung, apparat, ausrichtung, ausstattung, besteck, einrichtung, gerät, installation, instrument, ordnung, organ, organisation, vereinbarung, vorratskammer, vorrechte, vorrichtung, werkzeug, zeug
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συσκευή, συσκευή συρμάτωσης πλαισίων, συσκευή ποπ κορν, συσκευή παρακολούθησης μωρού, συσκευή μόνιμης αποτρίχωσης, συσκευή μασάζ, συσκευή στα γερμανικά, abkommen στα ελληνικά
συσκευή στα γερμανικά