lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παχύσαρκος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
burly, corpulent, doughty, lusty, obese, portly, stalwart, stout, tough, virile
παχύσαρκος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bujarý, pevný, silný, statný, tuhý, tělnatý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beleibt, derb, fest, fettleibig, korpulent, kräftig, rüstig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bastant, korpulent, kraftig, svær
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corpulento, craso, fuerte, gordo, grueso, macizo, obeso, rollizo, sólido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corpulent, dru, intense, replet, solide, vigoureux, vineux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gagliardo, saldo, vigoroso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bastant, korpulent, kraftig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дородный, дюжий, жирный, крепкий, полнотелый, полный, сильный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bastant, korpulent, kraftig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
моцны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
täidlane
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karski, lihava, roteva, tanakka, tukeva, vahva
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
snažan, zdrav
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
erős, kövér, testes
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
apkūnus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corpulento, forte, gordo, obeso, sólido
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
obézny
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
korpulentny, tęgi

Σχετικές λέξεις

παχύσαρκος υπέρβαρος, παχύσαρκος παρθένος έστειλε τη φίλη του στο νοσοκομείο, παχύσαρκος γάτος, είμαι παχύσαρκος