lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάρβαρος στα τσεχική

Λέξη:
βάρβαρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
barbar, barbarský, brutální, divoch, divoký, divošský, divý, hrozný, hrubý, krutý, krvavý, necivilizovaný, nelidský, neurvalý, ohavný, plachý, přírodní, příšerný, strašný, surovec, surový, tuhý, ukrutný, vyjevený
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, ευγενής βάρβαρος, βάρβαρος συνώνυμα, βάρβαρος συνωνυμο, βάρβαρος ετυμολογία, βάρβαρος στα τσεχική, barbar στα ελληνικά
βάρβαρος στα τσεχική