βάρβαρος στα αγγλικά βάρβαρος στα τσεχική βάρβαρος στα γερμανικά βάρβαρος στα δανική βάρβαρος στα ισπανικά βάρβαρος στα γαλλικά βάρβαρος στα ιταλικά βάρβαρος στα νορβηγικά βάρβαρος στα ρωσικά βάρβαρος στα λευκορωσίας βάρβαρος στα φινλανδικά βάρβαρος στα ουγγρική βάρβαρος στα λιθουανική βάρβαρος στα πορτογαλικά βάρβαρος στα ρουμανική βάρβαρος στα σλοβακική βάρβαρος στα ουκρανικά βάρβαρος στα πολωνική βάρβαρος στα βουλγαρικά βάρβαρος στα εσθονική βάρβαρος στα κροατικά
στόμα στα λιθουανική μεσολάβηση στα νορβηγικά φόβος στα πορτογαλικά διαβάζω στα πορτογαλικά ωφέλιμος στα ρωσικά
φόβος και τρόμος διαβάζω 4 στόμα γλυκό μου στόμα μεσολάβηση συνώνυμο ωφέλιμοσ χώροσ