lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάρβαρος στα σουηδικά

Λέξη:
βάρβαρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (5):
barbar, kåt, vild, vill, grym
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, ευγενής βάρβαρος, βάρβαρος συνώνυμα, βάρβαρος συνωνυμο, βάρβαρος ετυμολογία, βάρβαρος στα σουηδικά, barbar στα ελληνικά
βάρβαρος στα σουηδικά