lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάρβαρος στα γερμανικά

Λέξη:
βάρβαρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (14):
barbar, barbarin, barbarisch, grausam, grimmig, menschenscheu, rabiat, scheußlich, unbändig, wild, wilde, wilder, wüst, wütend
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, ευγενής βάρβαρος, βάρβαρος συνώνυμα, βάρβαρος συνωνυμο, βάρβαρος ετυμολογία, βάρβαρος στα γερμανικά, barbar στα ελληνικά
βάρβαρος στα γερμανικά