lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάρβαρος στα αγγλικά

Λέξη:
βάρβαρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (17):
atrocious, barbarian, cruel, cruelty, farouche, ferocious, fierce, grim, haggard, natural, sanguinary, savage, savaged, truculent, tyrannous, wild, wildcat
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, ευγενής βάρβαρος, βάρβαρος συνώνυμα, βάρβαρος συνωνυμο, βάρβαρος ετυμολογία, βάρβαρος στα αγγλικά, atrocious στα ελληνικά
βάρβαρος στα αγγλικά