lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάρβαρος στα ισπανικά

Λέξη:
βάρβαρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (17):
acerbo, atroz, bravo, bárbaro, campestre, carnicero, cimarrón, cruel, desalmado, feroz, fiero, furioso, inhumano, salvaje, sanguinario, silvestre, sádico
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, ευγενής βάρβαρος, βάρβαρος συνώνυμα, βάρβαρος συνωνυμο, βάρβαρος ετυμολογία, βάρβαρος στα ισπανικά, acerbo στα ελληνικά
βάρβαρος στα ισπανικά