lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα σουηδικά

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (24):
adress, adressera, anlag, befogenhet, begravelse, begåvning, behörighet, duglighet, effektivitet, fallenhet, förmåga, förmögenhet, knep, kompetens, kunnande, sinne, skicklighet, slug, talent, träning, utanskrift, vana, verkan, övning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα σουηδικά, adress στα ελληνικά
ικανότητα στα σουηδικά