lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτώνω στα τσεχική

Λέξη:
φορτώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
nabít, naložit, naplnit, obtížit, osedlat, pověřit, přitížit, sedlat, sklíčit, zatížit, zatěžovat, zaútočit, zhoršit, ztížit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική φορτώνω, χρόνια φορτώνω, φορτώνω συνώνυμα, φορτώνω slang, συνωνυμα φορτώνω, φορτώνω στα τσεχική, nabít στα ελληνικά
φορτώνω στα τσεχική