lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτώνω στα γερμανικά

Λέξη:
φορτώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
aufladen, belasten, laden, überladen, verschlimmern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά φορτώνω, χρόνια φορτώνω, φορτώνω συνώνυμα, φορτώνω slang, συνωνυμα φορτώνω, φορτώνω στα γερμανικά, aufladen στα ελληνικά
φορτώνω στα γερμανικά