lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτώνω στα ρωσικά

Λέξη:
φορτώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
заряжать, обременять, нагрузить, обременить, отяготить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά φορτώνω, χρόνια φορτώνω, φορτώνω συνώνυμα, φορτώνω slang, συνωνυμα φορτώνω, φορτώνω στα ρωσικά, заряжать στα ελληνικά
φορτώνω στα ρωσικά