lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτώνω στα ιταλικά

Λέξη:
φορτώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (6):
addossare, caricare, gravare, incaricare, aggravare, peggiorare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά φορτώνω, χρόνια φορτώνω, φορτώνω συνώνυμα, φορτώνω slang, συνωνυμα φορτώνω, φορτώνω στα ιταλικά, addossare στα ελληνικά
φορτώνω στα ιταλικά