lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτώνω στα νορβηγικά

Λέξη:
φορτώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (7):
behefte, belaste, belasta, bretunga, debitere, debitert, forverre
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά φορτώνω, χρόνια φορτώνω, φορτώνω συνώνυμα, φορτώνω slang, συνωνυμα φορτώνω, φορτώνω στα νορβηγικά, behefte στα ελληνικά
φορτώνω στα νορβηγικά