lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτώνω στα δανική

Λέξη:
φορτώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
behefte, belaste, debitere
Σχετικές λέξεις:
δανική φορτώνω, χρόνια φορτώνω, φορτώνω συνώνυμα, φορτώνω slang, συνωνυμα φορτώνω, φορτώνω στα δανική, behefte στα ελληνικά
φορτώνω στα δανική