lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμηρός στα φινλανδικά

Λέξη:
αιχμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (17):
ankara, hauras, kalsea, kimakka, kimeä, kireä, kirpeä, kolkko, kova, kuuma, kärkevä, läpitunkeva, pureva, terä, terävä, tuima, voimakas
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά αιχμηρός, αιχμηρός στα φινλανδικά, ankara στα ελληνικά
αιχμηρός στα φινλανδικά