lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμηρός στα σουηδικά

Λέξη:
αιχμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (18):
akut, amper, barsk, besk, bister, bitande, frän, piffig, pikant, rigorös, skarp, skärva, spetsig, spliss, stark, stel, tvär, vass
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αιχμηρός, αιχμηρός στα σουηδικά, akut στα ελληνικά
αιχμηρός στα σουηδικά