lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμηρός στα ρωσικά

Λέξη:
αιχμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
горячий, грубый, крутой, лезвие, остер, остроконечный, острый, остёр, проницательный, резкий, строгий
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αιχμηρός, αιχμηρός στα ρωσικά, горячий στα ελληνικά
αιχμηρός στα ρωσικά